- σιλάνιο
- το, Νσυν. στον πληθ. τα σιλάνιαχημ. συνοπτική ονομασία υδρογονούχων ενώσεων τού πυριτίου, τών οποίων τα μόρια αποτελούνται από άτομα πυριτίου και υδρογόνου που συνδέονται μεταξύ τους με ομοιοπολικούς δεσμούς.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στη Νέα Ελληνική ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. silanes < sil- (< sil-icon «σιλικόνη») + -ane (< meth-ane «μεθάνιο»)].
Dictionary of Greek. 2013.